ένυδρος

ένυδρος
-η, -ο
1. που ζει ή βρίσκεται στο νερό, υδρόβιος: Ένυδρα φυτά.
2. (χημ.), που περιέχει στα μόριά του και μόρια νερού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔνυδρος — with water in it masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένυδρος — Χαρακτηρισμός χημικής ένωσης. Πρόκειται κυρίως για άλατα ή και κρυσταλλικές μορφές αερίων σε χαμηλές θερμοκρασίες και πιέσεις που στη δομή τους περιλαμβάνονται μόρια νερού. Η δομή των σωμάτων αυτών μεταβάλλεται ριζικά με την απομάκρυνση του νερού …   Dictionary of Greek

  • ἐνύδρως — ἔνυδρος with water in it adverbial ἔνυδρος with water in it masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνυδρον — ἔνυδρος with water in it masc/fem acc sg ἔνυδρος with water in it neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδροτάτη — ἔνυδρος with water in it fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδροτάτην — ἔνυδρος with water in it fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδρότερα — ἔνυδρος with water in it neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδροις — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδρου — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδρους — ἔνυδρος with water in it masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”